τρυφεραίνω

τρυφεραίνω
ΝΑ [τρυφερός]
νεοελλ.
1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω
2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός
αρχ.
παθ. τρυφεραίνομαι
καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρυφεραίνω — τρυφεράθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι τρυφερό, το απαλύνω, το μαλακώνω: Όταν θυμώνει, αυτή τον τρυφεραίνει με χάδια. 2. αμτβ., γίνομαι τρυφερός, μαλακώνω: Με τη μουσική τρυφεραίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”